μελετηρός — practising diligently masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετηρός — ή, ό αυτός που αγαπά τη μελέτη, που αφοσιώνεται στη μελέτη: Είναι μελετηρός μαθητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελετηρότερον — μελετηρός practising diligently adverbial comp μελετηρός practising diligently masc acc comp sg μελετηρός practising diligently neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετηρότατον — μελετηρός practising diligently masc acc superl sg μελετηρός practising diligently neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετηρότατος — μελετηρός practising diligently masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
μελετηρότητα — η [μελετηρός] η ιδιότητα τού μελετηρού, το να δείχνει κάποιος πολλή αγάπη για το διάβασμα, φιλομάθεια, επιμέλεια («την επιτυχία του στο σχολείο τήν οφείλει στη μελετηρότητα που τόν διακρίνει») … Dictionary of Greek
μελετητικός — ή, ό (ΑM μελετητικός, ή όν) [μελετώ] μελετηρός αρχ. 1. (γενικά) αυτός που μπορεί να μελετά, που μπορεί να ασκείται σε κάτι με προθυμία και επιμέλεια 2. (ειδικά) αυτός που είναι επιτήδειος στη ρητορική άσκηση 3. αυτός ο οποίος θρηνεί και θορυβεί… … Dictionary of Greek
σπασίκλας — ο, θηλ. σπασίκλα, Ν (για μαθητή) υπερβολικά μελετηρός, απορροφημένος αποκλειστικά από το διάβασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπασ τού ρ. σπάω + μεγεθυντική κατάλ. ικλας / ικλα (πρβλ. τις διαλ. λ. ανοστίκλα [< άνοστος], αγανίκλα [< αγανός] κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
Λύτρας — Επώνυμο οικογένειας καλλιτεχνών, γιων του ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα (βλ. λ.). 1. Λύσανδρος (Αθήνα 1885 – Αλεξάνδρεια 1921). Ηθοποιός. Ασχολήθηκε με το θέατρο μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών. Πρωτοεμφανίστηκε το 1908 στον θίασο της… … Dictionary of Greek